Η πτώση του οίκου των Gucci
Η πτώση του οίκου των Gucci
Σκάνδαλα, δολοπλοκίες, δολοφονίες, «προικοθηρικοί» γάμοι, «κερδοσκοπικά» διαζύγια, πισώπλατα μαχαιρώματα, προδοσίες, αγωγές και παθιασμένες ιστορίες ενδοοικογενειακού φθόνου. Πυρήνας αυτής της επιχειρησιοκοινωνικής δίνης, το ακριβότερο οικογενειακό όνομα στον κόσμο της μόδας: αυτό των Gucci.
UPD:
Σκάνδαλα, δολοπλοκίες, δολοφονίες, «προικοθηρικοί» γάμοι, «κερδοσκοπικά» διαζύγια, πισώπλατα μαχαιρώματα, προδοσίες, αγωγές και παθιασμένες ιστορίες ενδοοικογενειακού φθόνου. Πυρήνας αυτής της επιχειρησιοκοινωνικής δίνης, το ακριβότερο οικογενειακό όνομα στον κόσμο της μόδας: αυτό των Gucci.
Κείμενο: Φένια Γιαννουλάδη
Με διαβατήριο το όνομά τους τα μέλη της δυναστείας των Γκούτσι προσπαθούν εδώ και χρόνια να κατοχυρώσουν αυτό που -εσφαλμένα;- θεωρούν κεκτημένο: το όνομά τους. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα δίνει η Ελιζαμπέτα Γκούτσι, δισέγγονη του Γκούτσιο Γκούτσι, ιδρυτή της αυτοκρατορίας του «διπλού G», η οποία θέλησε να δώσει το όνομά της στο boutique hotel που θα ανοίξει φέτος στο Ντουμπάι. Το project προβλέπει τη δημιουργία αλυσίδας 40 ξενοδοχείων υπό την επωνυμία Elisabetta Gucci Hotels & Resorts στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια σε Μέση Ανατολή, Απω Ανατολή, Αφρική και Νότια Αμερική, σε συνεργασία με την εταιρεία του Σαουδάραβα επενδυτή Αμπντουλά Αλ Σαϊέγκ, την «Baitek International Investment».
Η απάντηση στη γνωστοποίηση του εγχειρήματος ήταν μια δικαστική αγωγή από τον όμιλο Gucci, ο οποίος ανήκει πλέον στην PPR του βαθύπλουτου Γάλλου Φρανσουά Πινό, εναντίον της Ελιζαμπέτα, σύμφωνα με την οποία της απαγορεύεται η χρήση του ονόματός της. Η ανταπάντηση της επίδοξης ξενοδόχου έρχεται μέσω του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας της, Λόρενς Τσίλερ, όπου τονίζεται:
«Η Ελιζαμπέτα κάνει απλώς τη δουλειά της. Δεν μπορεί να σβήσει το όνομά της ή την καταγωγή της. Εάν έχει ένα διάσημο όνομα ή διάσημη καταγωγή, δεν είναι δικό της φταίξιμο. Εξάλλου δεν προσπαθούμε καν να το προβάλουμε». Στο μεταξύ, διευκρινίσεις σχετικά με τη μη συγγένεια των ξενοδοχείων με τον οίκο μόδας έχουν αναρτηθεί στις ιστοσελίδες και των δύο πλευρών.
Ωστόσο δεν είναι η πρώτη φορά που το όνομα στο οποίο ορκίζονται οι απανταχού fashionistas γίνεται πρώτο θέμα μεν, αλλά όχι στα κοσμικά των εφημερίδων.
Κείμενο: Φένια Γιαννουλάδη
Με διαβατήριο το όνομά τους τα μέλη της δυναστείας των Γκούτσι προσπαθούν εδώ και χρόνια να κατοχυρώσουν αυτό που -εσφαλμένα;- θεωρούν κεκτημένο: το όνομά τους. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα δίνει η Ελιζαμπέτα Γκούτσι, δισέγγονη του Γκούτσιο Γκούτσι, ιδρυτή της αυτοκρατορίας του «διπλού G», η οποία θέλησε να δώσει το όνομά της στο boutique hotel που θα ανοίξει φέτος στο Ντουμπάι. Το project προβλέπει τη δημιουργία αλυσίδας 40 ξενοδοχείων υπό την επωνυμία Elisabetta Gucci Hotels & Resorts στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια σε Μέση Ανατολή, Απω Ανατολή, Αφρική και Νότια Αμερική, σε συνεργασία με την εταιρεία του Σαουδάραβα επενδυτή Αμπντουλά Αλ Σαϊέγκ, την «Baitek International Investment».
Η απάντηση στη γνωστοποίηση του εγχειρήματος ήταν μια δικαστική αγωγή από τον όμιλο Gucci, ο οποίος ανήκει πλέον στην PPR του βαθύπλουτου Γάλλου Φρανσουά Πινό, εναντίον της Ελιζαμπέτα, σύμφωνα με την οποία της απαγορεύεται η χρήση του ονόματός της. Η ανταπάντηση της επίδοξης ξενοδόχου έρχεται μέσω του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας της, Λόρενς Τσίλερ, όπου τονίζεται:
«Η Ελιζαμπέτα κάνει απλώς τη δουλειά της. Δεν μπορεί να σβήσει το όνομά της ή την καταγωγή της. Εάν έχει ένα διάσημο όνομα ή διάσημη καταγωγή, δεν είναι δικό της φταίξιμο. Εξάλλου δεν προσπαθούμε καν να το προβάλουμε». Στο μεταξύ, διευκρινίσεις σχετικά με τη μη συγγένεια των ξενοδοχείων με τον οίκο μόδας έχουν αναρτηθεί στις ιστοσελίδες και των δύο πλευρών.
Ωστόσο δεν είναι η πρώτη φορά που το όνομα στο οποίο ορκίζονται οι απανταχού fashionistas γίνεται πρώτο θέμα μεν, αλλά όχι στα κοσμικά των εφημερίδων.
Το 1995 ο κόσμος της μόδας συγκλονίζεται από τη δολοφονία του Μαουρίτσιο Γκούτσι, εγγονού του Γκούτσιο. Δύο σφαίρες στο πίσω μέρος του κεφαλιού, καθώς ανέβαινε τα σκαλιά της εισόδου του γραφείου του στο Μιλάνο κόβουν το νήμα της ζωής του. Η Αστυνομία στρέφεται στους συγγενείς με τους οποίους είχε ανοιχτούς λογαριασμούς επί δεκαετίες, αλλά και στη Μαφία, καθώς μετά την απομάκρυνσή του από τον κόσμο της μόδας είχε μπει ως επενδυτής σε ένα καζίνο στην Ελβετία.
Δύο χρόνια μετά τον θάνατό του ανώνυμη πληροφορία οδηγεί στη σύλληψη του ενορχηστρωτή του φόνου, που δεν είναι άλλος από την πρώην σύζυγό του, Πατρίτσια Ρετζιάνι, την οποία τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας αποκαλούσαν «Τζόαν Κόλινς της υπόθεσης». Αν και δεν ήταν η ίδια που είχε πατήσει τη σκανδάλη, θα γίνει γνωστή στα ΜΜΕ ως «μαύρη χήρα», αφού είχε προσλάβει έναν επαγγελματία εκτελεστή και έναν πρώην κατάδικο ως οδηγό, μέσω ενός πορτιέρη ξενοδοχείου.
Στον πορτιέρη με τις υψηλές διασυνδέσεις την είχε συστήσει το προσωπικό της μέντιουμ -και επιστήθια φίλη της-, Τζιουσεπίνα Αουριέμα, η οποία κατά τις ανακρίσεις αποκάλυψε ότι τον τελευταίο χρόνο η Πατρίτσια της γκρίνιαζε συνέχεια να της βρει κάποιον «κατάλληλο», αφού η ίδια «δεν είχε το θάρρος να το κάνει». Ο χρόνος έτρεχε και φοβόταν ότι ο Μαουρίτσιο θα ξόδευε τα 140 εκατ. δολάρια που είχε πάρει από την πώληση των μετοχών του σε «εξωοικογενειακούς» επενδυτές με την καινούρια του φιλενάδα. Το μίσος της για τον πρώην σύζυγό της, ο οποίος συζούσε με τη διακοσμήτρια φίλη του στο Σεν Μόριτς της Ελβετίας μετά το διαζύγιο δεν ήταν κρυφό.
Είχε δηλώσει επανειλημμένως στους δημοσιογράφους ότι δεν πλήρωνε τη διατροφή και ξόδευε τα λεφτά του αλόγιστα, αφήνοντας τα παιδιά του «χωρίς μέλλον». Προς υπεράσπισή της έτρεξε και η Τζένι Γκούτσι, πρώην σύζυγος του Πάολο Γκούτσι, ο οποίος πέθανε «επισήμως» απένταρος την ίδια χρονιά με τον εξάδελφό του Μαουρίτσιο. «Οι άντρες της οικογένειας Γκούτσι είναι όλοι ίδιοι: ανήθικοι», δήλωσε στους δικαστές. Οπως έγραφε η Πατρίτσια και στο ημερολόγιο που επιβεβαίωσε την ενοχή της: «Δεν υπάρχει έγκλημα που να μην αγοράζεται με χρήματα». Το ποσό με το οποίο αγόρασε το συγκεκριμένο ήταν 310.000 δολάρια, ενώ την ημέρα που έγινε το «χτύπημα» είχε «ζωγραφίσει» μόνο μια λέξη: «Paradeisos».
Τα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του «πατριάρχη» της οικογένειας Γκούτσιο Γκούτσι το 1953 ήταν καθοριστικά. Με τη σύμπραξη των δύο εκ των τεσσάρων γιων του -του Αλντο και του Ροντόλφο- η οικογενειακή επιχείρηση επεκτείνεται στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου οι Ιταλοί Γκούτσι μαθαίνουν στους Αμερικανούς πώς να προφέρουν το όνομά τους σωστά.
Οι δύο επόμενες δεκαετίες είναι γεμάτες επιτυχίες που γιγαντώνουν την εταιρεία, η οποία πλέον ντύνει την Τζάκι Ο και την Γκρέις Κέλι. Με παραρτήματα στο Χονγκ Κονγκ και στο Τόκιο, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η πτώση του οίκου από τον θρόνο των βασιλιάδων της μόδας θα οφειλόταν στις κακές σχέσεις των θερμόαιμων αδελφών που ολοένα και επιδεινώνονταν. Στα τέλη της δεκαετίας του '70 οι έριδες μεταξύ του Αλντο, του Ροντόλφο αλλά και των γιων τους είναι σε ημερήσια διάταξη, ενώ η χρεοκοπία της εταιρείας βρίσκεται προ των πυλών, αφού οι δολοπλοκίες και τα νομικά τεχνάσματα για απόκτηση μεγαλύτερου ελέγχου από το 50% που κατείχε ο καθένας από τους γιους του Γκούτσιο (όπως θυγατρικές με αξεσουάρ και αρώματα που διηύθυναν οι γιοι των αρχικών κληρονόμων) αποδυνάμωναν συνεχώς τη μητρική εταιρεία. «Τις δεκαετίες του '60 και του '70», γράφει ο διευθυντής του «Vanity Fair», Γκρέιντον Κάρτερ, «η ''Gucci'' ήταν η επιτομή της κομψότητας χάρη σε είδωλα όπως η Οντρεϊ Χέπμπορν, η Γκρέις Κέλι και η Τζακλίν Ωνάση. Στα 80s είχε χάσει πλέον την αίγλη της και είχε μετατραπεί σε κακόγουστη μάρκα του συρμού». Οταν το 1983 ο γιος του Αλντο, ο Πάολο, πρότεινε το λανσάρισμα μιας πιο φθηνής σειράς, τη Gucci Plus, οι υπόλοιποι το είδαν ως ύβρη.
Ο Πάολο ήρθε σε ρήξη μαζί τους. Σύμφωνα με μαρτυρίες, κατά τη διάρκεια σύσκεψης του «οικογενειακού» διοικητικού συμβουλίου έπεσε αναίσθητος όταν ένας αυτόματος τηλεφωνητής προσγειώθηκε στο κεφάλι του ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι είχε επίσης τραυματιστεί πάνω από το μάτι κατά τη διάρκεια διοικητικού συμβουλίου και την προηγούμενη χρονιά, όταν κάποιο από τα αδέλφια του εκσφενδόνισε εναντίον του το μαγνητοφωνάκι που είχε φέρει για να κρατήσει τα πρακτικά. Ως πράξη αντεκδίκησης, λίγα χρόνια αργότερα (το 1986) κατήγγειλε τον ίδιο του τον πατέρα για φοροδιαφυγή εσόδων που άγγιζαν τα 11 εκατ. δολάρια. Αδυνατώντας να πληρώσει τα 7 εκατ. που απαιτούνταν, ο 81χρονος Αλντο καταλήγει στη φυλακή. Εν τω μεταξύ ο Ροντόλφο έχει ήδη πεθάνει κληροδοτώντας το μερίδιό του στον γιο του Μαουρίτσιο, ο οποίος παράλληλα καταλαμβάνει και την προεδρική θέση της διοικητικής οικογενειακής «αρένας».
Τα δύο ξαδέρφια κάνουν μια σύντομη ανακωχή και σε μια τελευταία προσπάθεια να σώσουν την επιχείρηση του παππού τους στρέφονται για «ταλέντα» εκτός του οικογενειακού κλοιού που φαινόταν να τους «αυτοκτονεί».
Ετσι, λίγο πριν από την έναρξη των μινιμαλιστικών 90s, εμφανίζεται ο Τομ Φορντ, ο οποίος με «δημιουργικά» αλλά και διοικητικά καθήκοντα μέσα σε λίγα χρόνια θα ανανεώσει το image του οίκου με τις δημιουργίες του και θα του ξαναδώσει την πρωτύτερη λάμψη του, προσελκύοντας παράλληλα και το ενδιαφέρον πολλαπλών μνηστήρων.
Παρά τη συμβολή του Μαουρίτσιο στην εξεύρεση των κατάλληλων ατόμων που θα έδιναν νέα πνοή στα οικονομικά μεγέθη που στοίχειωναν την επιχείρηση, ο ίδιος εξαναγκάζεται σε αποχώρηση και τον Αύγουστο του 1993 πουλάει τις μετοχές του στην «Investcorp», σαν να ήξερε ότι το τέλος πλησιάζει και έπρεπε να ξεμπερδεύει με τις εκκρεμότητές του. Τελικά, πόσοι Γκούτσι είχαν μείνει πια μέσα στην επιχείρηση που έφερε το όνομά τους; Κανείς. Στο εξής, θα πρέπει να ζητάνε και εισαγγελική άδεια για να το χρησιμοποιούν, αφού από οικογενειακή κληρονομιά τους έχει πλέον γίνει εταιρικό «πνευματικό δικαίωμα»!
UPD:
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα